Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σωστικός -ή -ό [sostikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος για τη σωτηρία ανθρώπων που κινδυνεύουν: Σωστική λέμβος, σωσίβια. ~ σταθμός. Σχολή σωστικών και πυροσβεστικών μέσων. || που γίνεται για να προστατεύσει κτ. από την καταστροφή, από τη φθορά: Σωστικές επεμβάσεις στα μνημεία που καταρρέουν. Σωστικές ανασκαφές.
σωστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. σωστικός]