Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σωρηδόν [soriδón] επίρρ. : 1.σε σωρούς: Tα βιβλία είναι ριγμένα ~ στο πάτωμα. 2. σε μεγάλο αριθμό: Tα τηλεγραφήματα φθάνουν ~.
[λόγ. < ελνστ. σωρηδόν]