Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωρηδόν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωρηδόν [soriδón] επίρρ. : 1.σε σωρούς: Tα βιβλία είναι ριγμένα ~ στο πάτωμα. 2. σε μεγάλο αριθμό: Tα τηλεγραφήματα φθάνουν ~.

[λόγ. < ελνστ. σωρηδόν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες