Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωρεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωρεύω [sorévo] -ομαι Ρ5.1 : συσσωρεύω.

[λόγ. < αρχ. σωρεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες