Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωματοφυλακή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωματοφυλακή η [somatofilakí] Ο29 : ένοπλη φρουρά για την προσωπική ασφάλεια ενός υψηλού προσώπου. || ομάδα σωματοφυλάκων που συνοδεύουν ένα ισχυρό ή διάσημο πρόσωπο.

[λόγ. σωματο(φύλαξ) -φυλακή μτφρδ. αγγλ. body guard (πρβ. ελνστ. σωματοφυλακία `προστασία προσώπου΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες