Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωματολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωματολογικός -ή -ό [somatolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στη σωματολογία.

[λόγ. < γαλλ. somatologique < somatolog(ie) = σωματολογ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες