Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σωματολογικός -ή -ό [somatolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στη σωματολογία.
[λόγ. < γαλλ. somatologique < somatolog(ie) = σωματολογ(ία) -ique = -ικός]