Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σωματολογία η [somatolojía] Ο25 : κλάδος της ανθρωπολογίας που μελε τά τις μεταβολές που υφίσταται το ανθρώπινο σώμα κατά τη διάρκεια της ζωής του.
[λόγ. < γαλλ. somatologie < somato- = σωματο- + -logie = -λογία]