Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σωματέμπορος ο [somatémboros] Ο20α & (προφ.) σωματέμπορας ο [somatémboras] Ο5 : αυτός που κάνει σωματεμπόριο.
[λόγ. < ελνστ. σωματέμπορος `έμπορος δούλων΄· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]