Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σωμάτιο το [somátio] Ο40 : 1.(φυσ.) σωματίδιο. 2. (βιολ.) ανατομικό στοιχείο ή όργανο που έχει πολύ μικρές διαστάσεις: Ωχρό ~, μάζα που σχηματίζεται στην ωοθήκη μετά την ωορρηξία. Nεφρικό ~.
[λόγ. < αρχ. σωμάτιον (υποκορ. του σῶμα) σημδ. γαλλ. corpuscule]