Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σωληνοκάβουρας ο [solinokávuras] Ο5 : (τεχν.) κλειδί με ρυθμιζόμενο άνοιγμα, που χρησιμοποιείται για το βίδωμα ή το ξεβίδωμα σωλήνων ή άλλων κυλινδρικών κομματιών με σπείρωμα.
[σωλήν(ας) -ο- + κάβουρας]