Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σωκρατικός -ή -ό [sokratikós] Ε1 : που αναφέρεται στο Σωκράτη και στη διδασκαλία του: Σωκρατική φιλοσοφία. Σωκρατικοί διάλογοι. Σωκρατική μέθοδος, η μαιευτική2. Σωκρατική ειρωνεία*. || (ως ουσ.) οι σωκρατικοί, οπαδοί της σωκρατικής φιλοσοφίας.
[λόγ. < αρχ. Σωκρατικός]