Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σχολιάζω [sxoliázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.επεξηγώ, διευκρινίζω, αναλύω με προσωπικές κρίσεις και γνώμες ένα γεγονός, μια κατάσταση ή μια άπο ψη: H ενέργειά του σχολιάστηκε ευμενώς / δυσμενώς. Οι πολίτες σχολιά ζουν τις πολιτικές εξελίξεις. Πώς σχολιάζεις τις δηλώσεις του υπουργού; || (ειδικότ.) για δημοσιογράφο που κάνει πολιτική ανάλυση των ειδήσεων. β. συζητώ επικριτικά τις ενέργειες ή τη συμπεριφορά ενός προσώπου: Tον σχολιάζει ο κόσμος, γιατί εγκατέλειψε την οικογένειά του. 2. γράφω κριτικά ή ερμηνευτικά σχόλια σε κείμενο ενός συγγραφέα· (πρβ. υπομνηματίζω): Φιλόλογος που έχει σχολιάσει το Θουκυδίδη / την αλληλογραφία γνωστών λογοτεχνών της εποχής μας. Aρχαία ελληνικά κείμενα μεταφρασμένα και σχολιασμένα.
[λόγ.: 2: ελνστ. ή μσν. σχολιάζω < σχόλι(ον) -άζω· 1: σημδ. γαλλ. commenter]