Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σχοινοβασία η [sxinovasía] Ο25 : 1.άσκηση ισορροπίας, βάδισμα ή χορός επάνω σε τεντωμένο ψηλά στον αέρα οριζόντιο σκοινί: Επικίνδυνες σχοινοβασίες. || η τέχνη του σχοινοβάτη: Aσκείται στη ~. 2. (μτφ.) η ενέργεια του σχοινοβατώ2· ακροβασία3.
[λόγ. < ελνστ. σχοινο(βατία) -βασία κατά το ορειβασία]