Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχιστόλιθος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχιστόλιθος ο [sxistóliθos] Ο20α : (ορυκτ.) πέτρωμα που έχει την τάση να χωρίζεται σε επίπεδες, λεπτές πλάκες.

[λόγ. < ελνστ. φρ. σχιστός λίθος `ταλκ(;)΄ σημδ. γαλλ. schiste < λατ. schistos < αρχ. σχιστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες