Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχισμή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχισμή η [sxizmí] & σκισμή η [sizmí] Ο29 : 1.επίμηκες, πολύ στενό άνοιγ μα που δημιουργείται από τη διάσπαση της συνέχειας μιας επιφάνειας ή από την ατελή εφαρμογή δύο επιφανειών: Στη ~ του βράχου φύτρωσαν αγριολούλουδα. Ο τοίχος έχει μια ~, ρωγμή. Kοίταζε μέσα από τη ~ της πόρτας. 2. (ανατ.) φυσικό επίμηκες άνοιγμα: H ~ των βλεφάρων.

[λόγ. < αρχ. σχισμή· αρχ. σχισμή με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες