Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σχιζοφρενικός -ή -ό [sxizofrenikós] Ε1 : 1α.που έχει σχέση με τη σχιζοφρένεια ή που οφείλεται σε αυτή: Σχιζοφρενική διαταραχή. Σχιζοφρενικές εκδηλώσεις. β. (για πρόσ.) που είναι σχιζοφρενής ή που συμπεριφέρεται σαν σχιζοφρενής. 2. για κτ. που το χαρακτηρίζει η έλλειψη λογικής συνέπειας, προγραμματισμού κτλ.: H κατάσταση που επικρατεί στην κοινωνική / πολιτική μας ζωή είναι σχιζοφρενική.
σχιζοφρενικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. schizophrénique < schizophrén(ie) < γερμ. Schizophrenie = σχιζοφρέν(εια) -ique = -ικός]