Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σχιζοφρενής -ής -ές [sxizofrenís] Ε10 : (ψυχιατρ.) που πάσχει από σχιζοφρένεια, συνήθ. ως ουσ. ο σχιζοφρενής.
[λόγ. < γερμ. schizophren < Schizophrenie = σχιζοφρέν(εια) -ής (αναδρ. σχημ.)]