Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σχηματικός -ή -ό [sximatikós] Ε1 : 1.που απεικονίζεται με τη βοήθεια ενός γεωμετρικού σχήματος: Σχηματική παράσταση. 2. (μτφ.) που παρουσιάζεται με τρόπο γενικό, με τα κύρια χαρακτηριστικά στοιχεία του και χωρίς λεπτομέρειες: Περιορίστηκε σε μια σχηματική έκθεση των σύγχρονων παιδαγωγικών αντιλήψεων. || (μειωτ.) που παρουσιάζεται με υπεραπλουστευτικό τρόπο: Οι σχηματικές γενικεύσεις δίνουν μιαν εσφαλμένη εικόνα της πραγματικότητας.
σχηματικά ΕΠIΡΡ: Zωγραφίζω / παρουσιάζω κτ. ~. [λόγ. < γαλλ. schématique < λατ. schema < αρχ. σχηματ- (σχῆμα) -ique = -ικός (διαφ. το ελνστ. σχηματικός `που αναφέρεται στις φάσεις της σελήνης΄)]