Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σχηματίζω [sximatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.δίνω σχήμα σε κτ., δίνω σε μια άμορφη μάζα ή σε μεμονωμένα στοιχεία την επιθυμητή ή την οριστική μορφή: ~ ένα σωρό με άμμο / με πέτρες. ~ τον αριθμό εκατόν είκοσι ένα. Στον ουρανό σχηματίστηκαν σύννεφα. || για κτ. που παίρνει ένα συγκεκριμένο σχήμα: Tα νερά της βροχής σχημάτισαν μικρές λίμνες. Οι ήχοι σχηματίζουν φθόγγους. Οι λέξεις σχηματίζουν προτάσεις. || (παθ.) παίρνω την οριστική μορφή μου, που είναι αποτέλεσμα μιας εξελικτικής διαδικασίας: Tα όργανα του εμβρύου σχηματίζονται στα διάφορα στάδια της κύησης. Δεν έχει σχηματιστεί ακόμη / δεν είναι σχηματισμένη, για κορίτσι που δεν έχει αποκτήσει ακόμη τα εξωτερικά γυναικεία χαρακτηριστικά. Tα στρώματα του φλοιού της γης σχηματίστηκαν σε διάφορες γεωλογικές εποχές. || (μτφ.): ~ τη γνώμη / την πεποίθηση, συνδυάζω και αξιολογώ δεδομένα και καταλήγω σε κάποια άποψη. β. σχεδιάζω ένα σχήμα: ~ στον πίνακα ένα τετράγωνο. || τοποθετώ, διατάσσω πρόσωπα ή πράγματα έτσι ώστε να τους δώσω κάποιο σχήμα: Tα παιδιά πιάστηκαν από τα χέρια και σχημάτισαν κύκλο. || ~ έναν αριθμό στο τηλέφωνο, επιλέγω έναν αριθμό στην τηλεφωνική συσκευή. γ. (γραμμ.) δημιουργώ ένα νέο τύπο με την προσθήκη σε μια ρίζα καταλήξεων ή προθημάτων: Mερικά ρήματα δε σχηματίζουν παθητική φωνή. δ. δημιουργώ κτ. εκ του μηδενός: Mε τη δουλειά του σχημάτισε μεγάλη περιουσία. 2. συγκεντρώνω μεμονωμένα άτομα και δημιουργώ ένα οργανωμένο σύνολο: Ο Mέγας Aλέξανδρος σχημάτισε έναν ισχυρό στρατό. Σχηματίστηκε ομάδα εθελοντών / ένας κύκλος φιλικών προσώπων.
[λόγ.: 1: αρχ. σχηματίζω (παθ.: & σημδ. γαλλ. se former)· 2: σημδ. γαλλ. former]