Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σχεδόν [sxeδón] επίρρ. ποσ. : περίπου, πάνω κάτω. 1. με απόλυτο αριθμητικό δηλώνει κατά προσέγγιση υπολογισμό τοπικό, χρονικό ή ποσοτικό· πάνω κάτω. ANT ακριβώς: Aπέχει ~ πέντε χιλιόμετρα. Πέρασαν ~ δέκα χρόνια από τότε που έφυγε. Ξόδεψαν ~ δύο μισθούς. Είναι ~ πενή ντα χρονών. 2. μετριάζει, περιορίζει το εύρος της προσδιοριζόμενης λέξης, σχηματίζοντας έναν επιεικέστερο και λιγότερο απόλυτο προσδιορισμό: Όλοι ~ οι μαθητές έλαβαν μέρος. Tους διαθέτει ~ όλο τον ελεύθερο χρό νο του. Είναι έτοιμο ή, για να μην υπερβάλουμε, ~ έτοιμο. || Σώθηκε ~ από θαύμα. ~ βλάκας. Είναι ~ βέβαιο / σίγουρο / αυτονόητο. ANT τελείως. ~ κάθε χρόνο / κάθε μέρα / κάθε ώρα. ~ πάντα. ~ τζάμπα. ~ κανείς. ~ καθόλου. ~ πουθενά. ~ τίποτα. ~ καλώς, σε βαθμολογία. 3. στη θέ ση μονολεκτικής καταφατικής απάντησης: Έχεις τελειώσει το διάβασμα; -~, ακόμη λίγο και το τελειώνω. Είναι κρύο το νερό; -~, ναι, είναι μάλλον κρύο.
[λόγ. < αρχ. σχεδόν]