Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχεδιαστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχεδιαστής ο [sxeδiastís] Ο7 θηλ. σχεδιάστρια [sxeδiástria] Ο27 : 1.αυτός που έχει ως επάγγελμα την κατασκευή γραμμικών, τεχνικών σχεδίων: Εργάζεται ως σχεδιάστρια σε αρχιτεκτονικό γραφείο. 2. αυτός που επινοεί και σχεδιάζει καινούρια μοντέλα βιομηχανικών καταναλωτικών προϊόντων: ~ αυτοκινήτων. ~ μόδας, για αντρικό ή γυναικείο ντύσιμο.

[λόγ. < ελνστ. σχεδιαστής `που αυτοσχεδιάζει΄ σημδ. γαλλ. dessinateur & αγγλ. designer· λόγ. σχεδιασ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες