Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σχεδιάζω [sxeδiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.απεικονίζω με γραμμές, επάνω σε χαρτί ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια, ένα πραγματικό ή φανταστικό πρόσωπο ή πράγμα· (πρβ. ζωγραφίζω): ~ ένα δέντρο / ένα παιδί. Tοπίο σχεδιασμένο με μολύβι / με πενάκι. β. επινοώ το σχέδιο μιας κατασκευής και το αποδίδω γραφικά: Kτίρια που σχεδιάστηκαν από μεγάλους αρχιτέκτονες. || Έπιπλα / ρούχα σχεδιασμένα στην Ελλάδα. 2. (μτφ.) α. μελετώ και προετοιμάζω συστηματικά την εκτέλεση ενός έργου: H κυβέρ νηση έχει σχεδιάσει μεγάλα αναπτυξιακά έργα. Tο πραξικόπημα ήταν σχεδιασμέ νο από καιρό. β. σκέπτομαι να κάνω κτ., το λογαριάζω: ~ (να κά νω) ένα ταξίδι.
[λόγ. < αρχ. σχεδιάζω `κάνω κτ. πρόχειρα΄ κατά την αλλ. της σημ. του σχέδιο, σημδ.: 1: γαλλ. esquisser, dessiner & αγγλ. design· 2: αγγλ. plan]