Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σχεδίασμα το [sxeδíazma] Ο49 : 1.η ενέργεια του σχεδιάζω· σχεδίαση. 2. το αποτέλεσμα του σχεδιάζω· ΣYN σκαρίφημα. α. πρόχειρη αποτύπωση ενός αντικειμένου ή μιας κατασκευής με απλές γραμμές· σκίτσο. β. η πρώτη και γενική μορφή ενός λογοτεχνικού συνήθ. έργου, πριν πάρει την οριστική του μορφή.
[λόγ. < ελνστ. σχεδίασμα `παραξενιά΄ σημδ. γαλλ. esquisse & αγγλ. drawing, design]