Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχεδία
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχεδία η [sxeδía] Ο25 : πρόχειρο πλωτό μέσο κατασκευασμένο από κορμούς δέντρων δεμένους σε παράλληλη σειρά ή από σανίδες στηριγμένες επάνω σε κενά δοχεία, όπως π.χ. βαρέλια, που κινείται με πανί ή με κουπιά. || (επέκτ.) τετράγωνο και χωρίς τρόπιδα πλοιάριο.

[λόγ. < αρχ. σχεδία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχεδιάγραμμα το [sxeδiáγrama] Ο49 : 1.γραφική παράσταση, υπό κλίμακα, ενός ανοιχτού ή κλειστού χώρου: Tο ~ μιας πόλης / μιας συνοικίας / ενός σπιτιού. 2. καταγραφή των κύριων σημείων ενός κειμένου πριν από την τελική του επεξεργασία: ~ της έκθεσης.

[λόγ. σχέδι(ον) -ο- + διάγραμμα με απλολ. [δioδia > δia] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχεδιάζω [sxeδiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.απεικονίζω με γραμμές, επάνω σε χαρτί ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια, ένα πραγματικό ή φανταστικό πρόσωπο ή πράγμα· (πρβ. ζωγραφίζω): ~ ένα δέντρο / ένα παιδί. Tοπίο σχεδιασμένο με μολύβι / με πενάκι. β. επινοώ το σχέδιο μιας κατασκευής και το αποδίδω γραφικά: Kτίρια που σχεδιάστηκαν από μεγάλους αρχιτέκτονες. || Έπιπλα / ρούχα σχεδιασμένα στην Ελλάδα. 2. (μτφ.) α. μελετώ και προετοιμάζω συστηματικά την εκτέλεση ενός έργου: H κυβέρ νηση έχει σχεδιάσει μεγάλα αναπτυξιακά έργα. Tο πραξικόπημα ήταν σχεδιασμέ νο από καιρό. β. σκέπτομαι να κάνω κτ., το λογαριάζω: ~ (να κά νω) ένα ταξίδι.

[λόγ. < αρχ. σχεδιάζω `κάνω κτ. πρόχειρα΄ κατά την αλλ. της σημ. του σχέδιο, σημδ.: 1: γαλλ. esquisser, dessiner & αγγλ. design· 2: αγγλ. plan]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχεδίαση η [sxeδíasi] Ο33 : η ενέργεια του σχεδιάζω. 1. εκτέλεση του γραμμικού σχεδίου μιας κατασκευής: H ~ νέου τύπου αεροσκαφών / μοντέρνων επίπλων. 2. καλλιτεχνική απεικόνιση: H ~ ενός τοπίου με μολύβι / με κάρβουνο.

[λόγ. σχεδια- (σχεδιάζω) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχεδίασμα το [sxeδíazma] Ο49 : 1.η ενέργεια του σχεδιάζω· σχεδίαση. 2. το αποτέλεσμα του σχεδιάζω· ΣYN σκαρίφημα. α. πρόχειρη αποτύπωση ενός αντικειμένου ή μιας κατασκευής με απλές γραμμές· σκίτσο. β. η πρώτη και γενική μορφή ενός λογοτεχνικού συνήθ. έργου, πριν πάρει την οριστική του μορφή.

[λόγ. < ελνστ. σχεδίασμα `παραξενιά΄ σημδ. γαλλ. esquisse & αγγλ. drawing, design]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχεδιασμός ο [sxeδiazmós] Ο17 : 1.η διαδικασία του προκαθορισμού και της υπόδειξης μιας σειράς ενεργειών, που αποβλέπουν στην επίτευξη μακροπρόθεσμων συνήθ. οικονομικών, τεχνικών ή κοινωνικών στόχων: ~ της παραγωγικής διαδικασίας. Aντισεισμικός / πολεοδομικός ~. 2. σχεδίαση.

[λόγ. < αρχ. σχεδιασμός `ομιλία εκ του προχείρου΄, κατά την αλλ. της σημ. του σχεδιάζω, σημδ.: 1: αγγλ. planning· 2: αγγλ. drawing]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχεδιαστήριο το [sxeδiastírio] Ο40 : 1.το ειδικό τραπέζι, με τον κατάλληλο εξοπλισμό, που χρησιμοποιείται για σχεδίαση. 2. χώρος κατάλληλα εξοπλισμένος για σχεδίαση.

[λόγ. σχεδιασ(τής) -τήριον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχεδιαστής ο [sxeδiastís] Ο7 θηλ. σχεδιάστρια [sxeδiástria] Ο27 : 1.αυτός που έχει ως επάγγελμα την κατασκευή γραμμικών, τεχνικών σχεδίων: Εργάζεται ως σχεδιάστρια σε αρχιτεκτονικό γραφείο. 2. αυτός που επινοεί και σχεδιάζει καινούρια μοντέλα βιομηχανικών καταναλωτικών προϊόντων: ~ αυτοκινήτων. ~ μόδας, για αντρικό ή γυναικείο ντύσιμο.

[λόγ. < ελνστ. σχεδιαστής `που αυτοσχεδιάζει΄ σημδ. γαλλ. dessinateur & αγγλ. designer· λόγ. σχεδιασ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες