Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχίζα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχίζα η [sxíza] & σκίζα η [síza] Ο25 : μικρό και αιχμηρό κομμάτι σκισμέ νου ξύλου. || μικρό αιχμηρό κομμάτι από σπασμένο κόκαλο.

[λόγ. επίδρ. στο λαϊκ. σκίζα < αρχ. σχίζα με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες