Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχάζω [sxázo] -ομαι Ρ2.1 : (φυσ.) προκαλώ σχάση.

[λόγ. < αρχ. σχάζω `σκίζω κτ., ανοίγω΄ κατά τη νέα σημ. της λ. σχάση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες