Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφύρα η [sfíra] Ο25 : 1α.(λόγ.) σφυρί. ΦΡ μεταξύ σφύρας και άκμονος, για κπ. που βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση, γιατί δέχεται πιέσεις ή επιθέσεις ταυτόχρονα από δύο αντίθετες πλευρές. β. (τεχνολ.) κρουστική μηχανή για την πλαστική παραμόρφωση μετάλλων. 2. ό,τι μοιάζει στο σχήμα ή στη λειτουργία με σφυρί. α. (ανατ.) το ένα από τα τρία οστάρια του μέσου ωτός, το οποίο μεταδίδει τις ηχητικές ταλαντώσεις στον άκμονα και στον αναβολέα. β. (στρατ.) ο επικρουστήρας του πυροβόλου· λύκος 2, κόκοραςII. γ. (αθλ.) μεταλλική σφαίρα που συνδέεται με ατσάλινο σύρμα, το οποίο έχει λαβή στη μία άκρη του, και την οποία εκτοξεύει ο αθλητής ύστερα από επανειλημμένες περιστροφές. || σφυροβολία.
[λόγ.: 1: αρχ. σφῦρα· 2: σημδ. γαλλ. marteau ή αγγλ. hammer]