Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφύζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφύζω [sfízo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.για το αίμα, όταν κυκλοφορεί με μεγάλη ταχύτητα στις αρτηρίες και χτυπά δυνατά, κυρίως όταν αναφερόμαστε σε έναν ακμαίο οργανισμό: Tο αίμα σφύζει στις αρτηρίες του / στο κορμί του. 2. (μτφ.) είμαι γεμάτος ζωντάνια, σφρίγος: Σφύζει η ζωή μέσα του. Σφύζει από υγεία. H μεγάλη πολιτεία έσφυζε από κίνηση.

[λόγ. < αρχ. σφύζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες