Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφόνδυλος ο [sfónδilos] Ο19 : 1.(μηχανολ.) βαρύς, συμπαγής τροχός σε έμβολο μηχανής, που διατηρεί ομοιόμορφη την περιστροφική κίνηση. 2. (αρχιτ.) σπόνδυλοςII.
[λόγ. < αρχ. σφόνδυλος (στη σημ. 2)]