Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφυροβολία η [sfirovolía] Ο25 : (αθλ.) αγώνισμα κατά το οποίο ο αθλητής ρίχνει τη σφύρα2γ.
[λόγ. σφύρ(α)2γ -ο- + -βολία μτφρδ. αγγλ. hammer throw]