Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφυρίδα η [sfiríδa] Ο26 : είδος ψαριού με μακρόστενο σώμα, γκριζωπό χρώμα με κιτρινωπές βούλες και με αρκετά μεγάλο μήκος, που ζει σε βαθιά νερά και που ψαρεύεται για το εκλεκτό κρέας του: Bραστή / ψητή ~.
[ελνστ. σφύρ(αινα) μεταπλ. -ίδα κατά το συναγρίδα (διαφ. το αρχ. σφυρίς, σπυρίς `μεγάλο καλάθι΄)]