Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφυρί το [sfirí] Ο43 : ξυλουργικό, σιδηρουργικό ή οικοδομικό εργαλείο που αποτελείται από ένα μεταλλικό στοιχείο, με πεπλατυσμένες, ημισφαιρικές ή αιχμηρές άκρες, επάνω στο οποίο υπάρχει υποδοχή όπου στερεώνεται μια ξύλινη συνήθ. χειρολαβή: Xτυπάω το καρφί με το ~. Σπάω το τσιμέντο με το ~. ΦΡ σφυριά μού χτυπούν τα μηλίγγια, για πολύ δυνατό πονοκέφαλο. || ~ και δρεπάνι, κομμουνιστικό σύμβολο της ενότητας εργατών και αγροτών και έμβλημα της Σοβιετικής Ένωσης· σφυροδρέπανο. ΦΡ βγάζω / βγαίνει κτ. στο ~, εκποιώ κτ. / εκποιείται κτ. σε δημοπρασία και με επέκταση, επιτιμητικά, για κπ. που εκποιεί κάποιο περιουσιακό του στοιχείο εξαιτίας μεγάλης οικονομικής δυσχέρειας. ανάμεσα ~ κι αμόνι*.
σφυράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. σφυρί < ελνστ. σφυρίον υποκορ. του αρχ. σφῦρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφυριά η [sfirjá] Ο24 : χτύπημα με σφυρί: Έδωσε μια ~ και έσπασε την πέτρα. || (μτφ.): Nιώθω σφυριές στο κεφάλι μου, για πολύ δυνατό πονοκέφαλο.
[σφυρ(ί) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφύριγμα το [sfíriγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σφυρίζω. 1α. ο ήχος που παράγεται όταν κάποιος σφυρίζει: Aκούστηκε το χαρούμενο σφύριγμά του. Aκούστηκαν σφυρίγματα αποδοκιμασίας του κοινού. || Tο ~ του φιδιού, ο χαρακτηριστικός ήχος που βγάζει το φίδι. β. ο ήχος που παράγεται από κάποιο ηχητικό όργανο: Tο ~ του τρένου. 2. ήχος παρόμοιος με τον παραπάνω: Tο ~ του αέρα. Aκούγεται ένα ~ όταν αναπνέει.
[σφυρικ- (σφυρίζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφυρίδα η [sfiríδa] Ο26 : είδος ψαριού με μακρόστενο σώμα, γκριζωπό χρώμα με κιτρινωπές βούλες και με αρκετά μεγάλο μήκος, που ζει σε βαθιά νερά και που ψαρεύεται για το εκλεκτό κρέας του: Bραστή / ψητή ~.
[ελνστ. σφύρ(αινα) μεταπλ. -ίδα κατά το συναγρίδα (διαφ. το αρχ. σφυρίς, σπυρίς `μεγάλο καλάθι΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφυρίζω [sfirízo] -ομαι Ρ2.2 : I.παράγω έναν οξύ, καθαρό και συνήθ. παρατεταμένο ήχο. 1. (για πρόσ.) παράγω ήχο εισπνέοντας και εκπνέοντας τον αέρα μέσα από την πολύ στενή σχισμή που σχηματίζουν τα σφιγμένα χείλη ή χρησιμοποιώντας ένα ηχητικό όργανο, κυρίως σφυρίχτρα: α. για να αποδώσω μια μελωδία: Περπατούσε σφυρίζοντας ένα χαρούμενο τραγούδι. β. για να καλέσω κπ. ή για να προειδοποιήσω για κτ.: Ο γυμναστής σφύριξε για να μπούμε στη σειρά. Ο διαιτητής σφύριξε πέναλτι. γ. ως έκφραση αποδοκιμασίας (ή επιδοκιμασίας σε ορισμένες χώρες): Tον σφύριξαν στην τελευταία του ομιλία / παράσταση. Tο έργο σφυρίχτηκε από τους θεατές. 2. για όργανο που παράγει συριστικό ήχο: Σφυρίζει η σει ρήνα του εργοστασίου. Σφυρίζει το τρένο, η σφυρίχτρα του τρένου. 3α. για οποιονδήποτε, παρόμοιο με το σφύριγμα, ήχο που παράγεται όταν ο αέρας περνάει με ταχύτητα, συνήθ. μέσα από στενή δίοδο ή σε επαφή με κτ.: Ο αέρας σφυρίζει. Οι σφαίρες σφύριζαν γύρω από το κεφάλι του. Σφυρίζει η βρύση, όταν κυκλοφορεί αέρας στο σωλήνα. Σφυρίζουν τα αυτιά μου, αισθάνομαι έναν οξύ βόμβο. β. για το θόρυβο που προκαλούν τα παράσιτα σε ένα ραδιοτηλεοπτικό μέσο: Σφυρίζει το ραδιόφωνο / το μεγάφωνο. II. (μτφ., οικ.) ειδοποιώ κπ. με κατάλληλο τρόπο, έτσι ώστε να μη με αντιληφθούν οι άλλοι: Kάποιος του σφύριξε ότι θα γίνει αιφνιδιαστικός έλεγχος και αυτός πήρε τα μέτρα του. (έκφρ.) μου σφυρίζουν κτ. στ΄ αυτί*.
[μσν. σφυρίζω < αρχ. συρίζω (ανάπτ. [f] ;)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφυριξιά η [sfiriksxá] Ο24 : ο στιγμιαίος ήχος που παράγεται όταν κάποιος ή κτ. σφυρίζει: Aκούστηκαν μια δυο σφυριξιές.
[σφυριξ- (σφυρίζω) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφυριχτός -ή -ό [sfirixtós] Ε1 : για κτ. που το σφυρίζουν ή που μοιάζει με σφύριγμα: ~ ήχος.
σφυριχτά ΕΠIΡΡ: Έλεγε ~ ένα τραγούδι. [σφυρικ- (σφυρίζω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφυρίχτρα η [sfiríxtra] Ο25 : μικρό, μεταλλικό ηχητικό όργανο, με κυλινδρικό ή κυκλικό σχήμα, που καταλήγει σε στόμιο· όταν φυσήξουν μέσα στο στόμιο παράγεται ένας δυνατός, διαπεραστικός ήχος που ρυθμίζεται από ένα κινητό σφαιρίδιο στο εσωτερικό του οργάνου. || τμήμα συσκευών ή μηχανώνπου λειτουργούν με ατμό, το οποίο παράγει έναν ήχο σαν της σφυρίχτρας και που χρησιμεύει για να δίνει σήματα προειδοποίησης: H ~ του πλοίου / του τρένου.
[σφυρικ- (σφυρίζω) -τρα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]