Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφυρήλατος -η -ο [sfirílatos] Ε5 : για μέταλλο που έχει υποστεί κατεργασία με σφυρηλάτηση: ~ σίδηρος / χαλκός. Σφυρήλατες σιδηροκατασκευές, φερφορζέ.
[λόγ. < αρχ. σφυρήλατος]