Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφριγηλός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφριγηλός -ή -ό [sfrijilós] Ε1 : που έχει ακέραιες τις σωματικές και τις πνευματικές του δυνάμεις, που είναι γεμάτος σφρίγος: Tα σφριγηλά νιάτα. ~ γέροντας, που διατηρείται ακμαίος. || που φανερώνει πλήρη σωματική ή πνευματική υγεία και δύναμη: Σφριγηλό κορμί.

[λόγ. σφρίγ(ος) αρχ. επίθημα -ηλός `που χαρακτηρίζεται από΄ π.χ. σιωπηλός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες