Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφράγισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφράγισμα το [sfrájizma] Ο49 : 1.η ενέργεια του σφραγίζω στις σημ. I1, 2, 3: α. Tο ~ του εγγράφου / της επιστολής. β. Θα γίνει το ~ του καταστήματος που κήρυξε πτώχευση. 2α. η ενέργεια του σφραγίζωI4, το κλείσιμο της τρύπας ενός δοντιού με ειδικό υλικό από τον οδοντίατρο: Tο δόντι θέλει ~. Mου έκανε δύο σφραγίσματα. β. το υλικό με το οποίο σφραγίζεται το δόντι και το αποτέλεσμα του σφραγίζω: Xάλασε / έπεσε / έφυγε το ~. Έχω πολλά σφραγίσματα.

[λόγ.: 1α: σφραγισ- (σφραγίζω) -μα· 1β: σημδ. γαλλ. apposition de scellés· 2: σημδ. γαλλ. plombage (πρβ. αρχ. σφράγισμα `αποτύπωμα σφραγιδόλιθου΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες