Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφουγγαρόπανο το [sfuŋgarópano] Ο41 : χοντρό βαμβακερό πανί που το χρησιμοποιούν για σφουγγάρισμα. || (μειωτ.) (Σαν) ~, για ύφασμα κακής ποιότητας ή για ρούχο παλιό και άχρηστο: Tο φτηνό ύφασμα όταν πλυθεί γίνεται σαν ~. Aυτή η φούστα έγινε ~ / δεν κάνει ούτε για ~.
[σφουγγάρ(ι) -ο- + παν(ί) -ο]