Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφουγγαρίζω [sfuŋgarízo] -ομαι Ρ2.1 : καθαρίζω μια οριζόντια επιφάνεια, κυρίως πάτωμα ή σκάλα, με σφουγγάρι, με βούρτσα ή συνήθ. με ειδικό απορροφητικό πανί, το σφουγγαρόπανο, που το βουτώ σε νερό και απορρυπαντικό: Θα σφουγγαρίσω το δωμάτιο. Tο παρκέ διαρκείας σφουγγαρίζεται. Οι σκάλες είναι σφουγγαρισμένες.
[σφουγγάρ(ι) -ίζω]