Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφουγγαράς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφουγγαράς ο [sfuŋgarás] Ο1 : 1.επαγγελματίας δύτης που αναζητάει και μαζεύει (αλιεύει) σφουγγάρια· σπογγαλιέας. 2. πλανόδιος πωλητής σφουγγαριών.

[σφουγγάρ(ι) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες