Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφουγγάρισμα το [sfuŋgárizma] Ο49 : η ενέργεια του σφουγγαρίζω και κυρίως το πλύσιμο πατώματος ή σκάλας: Tο μπαλκόνι θέλει σκούπισμα και ~.
[σφουγγαρισ- (σφουγγαρίζω) -μα]