Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφοντύλι το [sfondíli] Ο44 : στρογγυλό και βαρύ σώμα που το στερεώνουν στη βάση του αδραχτιού, για να διευκολύνει την κανονική περιστροφή του νήματος. ΦΡ μου έρχεται ο ουρανός ~ / βλέπω τον ουρανό ~, ζαλίζομαι από απότομο χτύπημα ή ταράζομαι πολύ από κάποιο απρόοπτο και δυσάρεστο γεγονός.
[μσν. σφοντύλιν (στη νέα σημ.) < ελνστ. σφονδύλιον (προφ. [nd] ) υποκορ. του αρχ. σφόνδυλος]