Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφοδρότητα η [sfoδrótita] Ο28 : η ιδιότητα του σφοδρού, η υπερβολική ένταση στην εκδήλωση ενός φαινομένου, μιας αντίδρασης κτλ.: H ~ του ανέμου ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να ξεριζωθούν και δέντρα. Tα οχήματα συγκρούστηκαν με μεγάλη ~. Δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στη ~ της εχθρικής επίθεσης.
[λόγ. < αρχ. σφοδρότης, αιτ. -ητα]