Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφηνώνω [sfinóno] -ομαι Ρ1 : 1.(συνήθ. παθ.) για κτ. που, κατά λάθος, μπαίνει στο διάκενο δύο σωμάτων, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή ή μετακίνησή του: Σφηνώθηκε το βιβλίο και δεν ανοίγει το συρτάρι. Kατά τη σύγκρουση η μοτοσικλέτα σφηνώθηκε κάτω από το φορτηγό. || Σφήνωσε το συρτάρι / η πόρτα, σφηνώθηκε. 2. στερεώνω κτ. με σφήνα: Σφήνωσα την πόρτα με έναν τάκο για να μην ανοίγει / κλείνει. ΦΡ μου σφηνώνεται κτ. (στο μυαλό), για σκέψη, ιδέα που με απασχολεί έντονα και συνεχώς και από την οποία δεν μπορώ να απαλλαγώ.
[ελνστ. σφην(ῶ) -ώνω, αρχ. σφηνοῦμαι `τέμνομαι με σφήνα΄]