Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφετερίζομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφετερίζομαι [sfeterízome] Ρ2.1β : οικειοποιούμαι, κυρίως με βία ή με απάτη, τα δικαιώματα που έχει κάποιος άλλος σε έναν τίτλο εξουσίας, ιδιοκτησίας κτλ.: Οι πραξικοπηματίες σφετερίστηκαν την εξουσία που κατείχε η νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση. ~ την περιουσία κάποιου.

[λόγ. < αρχ. σφετερίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες