Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφεντόνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφεντόνα η [sfendóna] Ο25 : I1.παιδικό όπλο, κατασκευασμένο από ένα λάστιχο, στερεωμένο συνήθ. σε ένα διχαλωτό ξύλο, με μια δερμάτινη λουρίδα στο κέντρο, όπου τοποθετείται η πέτρα την οποία ρίχνουν μακριά αφού τεντώσουν το λάστιχο: Xτυπάνε πουλιά με τη ~. 2. σφενδόνηI. II. (λαϊκότρ.) η έκταση του αλωνιού.

[αρχ. σφενδόν(η) (προφ. [nd] ) (στη σημ. Ι) μεταπλ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες