Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφαλιάρα η [sfalára] Ο25α : (οικ.) δυνατό χτύπημα στο κεφάλι με το εσωτερικό μέρος της ανοιχτής παλάμης· καρπαζιά: Θα σου δώσω / τραβήξω μια ~. Έφαγε δυο σφαλιάρες. ΦΡ κάποιος τρώει σφαλιάρες / είναι άνθρωπος της σφαλιάρας, γίνεται αντικείμενο κοροϊδίας και εκμετάλλευσης από τους άλλους.
[ίσως ιταλ. ρ. sfagliare `κάνω απότομα τίναγμα με τα πόδια (για ζώα)΄ που με προσθήκη -ς θεωρήθηκε θηλ. ουσ. στον πληθ. σφαλιάρ-ες και εν. σε -α]