Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφαλερός -ή -ό [sfalerós] Ε1 : που στηρίζεται σε σφάλμα και που κατά συνέπεια οδηγεί σε σφάλμα· εσφαλμένος: H εικόνα που έχεις για μένα είναι σφαλερή.
σφαλερά ΕΠIΡΡ: Δεν είναι έτσι το ζήτημα, όπως ~ το κατάλαβες. [λόγ. < αρχ. σφαλερός `που σε κάνει να γλιστρήσεις΄, κατά τη σημ. του σφάλλομαι]