Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφαλίζω [sfalízo] -ομαι Ρ2.3 : (λαϊκότρ., λογοτ.) κλείνω κτ. καλά, εντελώς: Σφάλισα την πόρτα, την κλείδωσα. Σφαλισμένα βλέφαρα.
[μσν. σφαλίζω (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἀσφαλίζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με τα μόρια θα, να και ανασυλλ. [na-asf > nasf > na-sf] ]