Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφαλίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφαλίζω [sfalízo] -ομαι Ρ2.3 : (λαϊκότρ., λογοτ.) κλείνω κτ. καλά, εντελώς: Σφάλισα την πόρτα, την κλείδωσα. Σφαλισμένα βλέφαρα.

[μσν. σφαλίζω (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἀσφαλίζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με τα μόρια θα, να και ανασυλλ. [na-asf > nasf > na-sf] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες