Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφαλάγγι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφαλάγγι το [sfalángi] Ο44 : είδος δηλητηριώδους αράχνης.

[μσν. σφαλάγγι < αρχ. φαλάγγιον (ανάπτ. προτακτ. [s] ;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες