Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφαγιασμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφαγιασμός ο [sfajiazmós] Ο17 : 1α.(λόγ.) σφάξιμο ζώου. β. άγρια σφαγή, κυρίως ανυπεράσπιστων ανθρώπων. 2. (μτφ.) α. βίαιη καταπάτηση δικαιωμάτων. β. σφαγήI3.

[λόγ. < αρχ. σφαγιασμός `θυσία (ζώου)΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες