Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφαγιάζω [sfajiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.(λόγ.) σφάζω1α. β. αντί του σφάζω1β, συνήθ. όταν πρόκειται για ανυπεράσπιστα άτομα και για να υπογραμμιστεί η αγριότητα της πράξης: Σφαγιάστηκαν αιχμάλωτοι και γυναικόπαιδα. 2. (μτφ.) α. καταπατώ βάναυσα τα δικαιώματα κάποιου: Σφαγιάζονται τα δίκαια του έθνους. β. αποκλείω, απορρίπτω μεγάλο ποσοστό ικανών υποψηφίων σε μια διαδικασία επιλογής: Kάθε χρόνο σφαγιάζονται χιλιάδες νέοι στις εξετάσεις για την εισαγωγή τους στα πανεπιστήμια.
[λόγ. < αρχ. σφαγιάζω `σφάζω θύμα΄]