Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφαγείο το [sfajío] Ο39 : 1.(συνήθ. πληθ.) τόπος και εγκαταστάσεις όπου σφάζονται ζώα που προορίζονται για τη διατροφή των ανθρώπων: Tα δημοτικά σφαγεία πρέπει να βρίσκονται έξω από την πόλη. 2. (μτφ.) α. για εξετάσεις πολύ αυστηρές, στις οποίες απορρίπτονται πολλοί. β. για κατάστημα ή για κέντρο διασκέδασης υπερβολικά ακριβό.
[λόγ. σφαγ(εύς δες στο σφαγέας) -είον (διαφ. το συγγ. αρχ. σφαγεῖον `δοχείο για συλλογή του αίματος των θυσιαζόμενων ζώων΄)]